- τετραγωνικώς
- τετραγωνικῶς ΝΜΑ, και τετραγωνικά Νεπίρρ. βλ. τετραγωνικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραγωνικῶς — τετραγωνικός of a square adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
επιπεδούμαι — ἐπιπεδοῦμαι, όομαι (Α) [επίπεδος] παθ. (για αριθμό) γίνομαι επίπεδος, τετραγωνικός («ἐπιπεδωθήσονται τετραγωνικῶς ἀναλυθέντες εἰς μονάδα», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek